- πελειοθρεμμων
- πελειοθρέμμωνπελειο-θρέμμων2, gen. ονος питающий голубей
(νῆσος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νῆσος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πελειοθρέμμων — ον, Α αυτός που εκτρέφει αγριοπερίστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. πέλεια «αγριοπερίστερο» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμα), πρβλ. γαλακτο θρέμμων] … Dictionary of Greek
πελειοθρέμμονα — πελειοθρέμμων dove nurturing neut nom/voc/acc pl πελειοθρέμμων dove nurturing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελειοτρόφος — ον, Α πελειοθρέμμων.* [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεια «αγριοπερίστερο» + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek